- φαινυλομεθάνιο
- το, Νχημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τολουόλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylmethane].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τολουόλιο — και τολουένιο, το, Ν 1. χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας, γνωστός και ως μεθυλοβενζόλιο ή φαινυλομεθάνιο 2. «διισοκυανικό τολουόλιο» χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, παράγωγο τού τολουολίου, γνωστή και με την… … Dictionary of Greek